ίκτερος

ίκτερος
Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες περιπτώσεις διακρίνεται μόνο στους σκληρούς χιτώνες των ματιών). Η χολερυθρίνη είναι προϊόν της αποικοδόμησης της αιμοσφαιρίνης, που απεκκρίνεται στο έντερο μέσω του ήπατος για να αποβληθεί με τα κόπρανα. Η αύξηση του ποσού της χολερυθρίνης που κυκλοφορεί στο αίμα και αποτελεί τη βασική προϋπόθεση κάθε ί. μπορεί να οφείλεται σε υπερπαραγωγή της, σε ηπατοκυτταρική βλάβη ή σε παρεμπόδιση της ροής της χολής· εκεί στηρίζεται και η μάλλον υπεραπλουστευμένη ταξινόμηση του ί. σε τρεις κύριους τύπους, που ονομάζονται αιμολυτικός, ηπατοκυτταρικός και αποφρακτικός ή εκ στάσεως. Ο πρώτος εμφανίζεται ύστερα από έντονα αιμολυτικά φαινόμενα, όταν η χολερυθρίνη, που παράγει το δικτυενδοθηλιακό σύστημα από τη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης των κατεστραμμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων, ξεπερνά τις μεταβολικές και απεκκριτικές ικανότητες του ήπατος. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στις συγγενείς και στις τοξικές αιμολυτικές αναιμίες, στον φυσιολογικό νεογνικό ί. (συχνός ήπιος ί. των νεογνών που εμφανίζεται συνήθως την 3η με 4η ημέρα μετά τη γέννηση και διαρκεί μία εβδομάδα περίπου) και στον βαρύ νεογνικό ί. εξαιτίας της ασυμβατότητας ομάδων αίματος κλπ. Οι ηπατοκυτταρικοί ί. είναι χαρακτηριστικοί των ειδών ηπατίτιδας και των τοξικών ηπατοπαθειών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από τη διαταραχή του μεταβολισμού της χολερυθρίνης, υπάρχει βλάβη των ηπατικών κυττάρων και ανατροπή της λοβιακής δομής του οργάνου (ήπαρ), που προκαλούν την απευθείας δίοδο της χολοχρωστικής στο αίμα. Οι αποφρακτικοί ή εκ στάσεως ί. προέρχονται από ανατομική ή λειτουργική απόφραξη των χοληφόρων οδών (που φυσιολογικά απεκκρίνουν τις χολοχρωστικές στο έντερο). Έτσι, προκαλείται αύξηση της πίεσης της χολής εντός των χοληφόρων οδών και διοχέτευση των χολοχρωστικών μέσα από τα αιμοφόρα τριχοειδή· τα συχνότερα αίτια αυτού του τύπου ί. είναι οι λίθοι του χοληδόχου πόρου και η συμπίεση των χοληφόρων οδών από νεοπλασίες. Εκτός από τη χαρακτηριστική συμπτωματολογία της αιτιολογικής νόσου, ο ί. μπορεί να συνοδεύεται από υποχρωσμένα ή υπερχρωσμένα κόπρανα, σκουρόχρωμα ούρα, κνησμό, βραδυκαρδία, απώλεια βάρους και υπόταση. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν μεμονωμένα ή συνδυασμένα μεταξύ τους, ανάλογα με τον τύπο του ί.
* * *
ὁ (ΑΜ ἴκτερος)
ιατρ. παθολογικό σύμπτωμα που χαρακτηρίζεται από κίτρινη χρώση τού δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. χρυσή
αρχ.
ονομασία πτηνού με χρυσοκίτρινο χρώμα το οποίο πέθαινε όταν τό κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτ-ερος
η σύνδεση τής λ. με ἴκτις, ἰκτίνος οδηγεί σε πιθ. αναγωγή τής λ. σε ρίζα ικτ- με σημ. «κίτρινος, πράσινος». Ο τ. ἴκτ-ερος εμφανίζει επίθημα -ερο-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών (πρβλ. ὕδ-ερος, χολ-έρα). Η λ. χρησιμοποιούνταν κυρίως στον πληθ. με τη σημ. τής νόσου, ήταν όμως και ονομασία πτηνού, τού οποίου η θέα θεωρούνταν ότι θεραπεύει τον πάσχοντα από ίκτερο.
ΠΑΡ. ικτερικός, ικτεριώ
αρχ.
ικτερίας, ικτερίτης, ικτερόεις, ικτερούμαι, ικτερώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ικτερογόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἴκτερος — jaundice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκτερος — ο αρρώστια που οφείλεται σε υπερβολική παραγωγή χολής από το συκώτι και στην απορρόφησή της από το αίμα: Πολλά νεογέννητα πάσχουν από ίκτερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμολυτικός ίκτερος — Ίκτερος που συνοδεύει αιμολυτικές αναιμίες. Οφείλεται σε αύξηση του ρυθμού παραγωγής της χολερυθρίνης που φτάνει σε ποσότητες τέτοιες, ώστε το φυσιολογικό ήπαρ να μην μπορεί να την προσλάβει και να την απεκκρίνει. Χαρακτηρίζεται από την αύξηση… …   Dictionary of Greek

  • ἰκτέροις — ἴκτερος jaundice masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτέρου — ἴκτερος jaundice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτέρους — ἴκτερος jaundice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτέρων — ἴκτερος jaundice masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκτέρῳ — ἴκτερος jaundice masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴκτεροι — ἴκτερος jaundice masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴκτερον — ἴκτερος jaundice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”